naturalisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
naturalisation naturalisations

naturalisation (fr) θηλυκό
Α.

  1. η πολιτογράφηση
  2. ο εγκλιματισμός
  3. (μεταφορικά) ο εγκλιματισμός μιας ξένης λέξης ή ιδέας
     συνώνυμα: assimilation
     συνώνυμα: assimilation

Β.

 συνώνυμα: empaillage, taxidermie