naturalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
naturalisation | naturalisations |
naturalisation (fr) θηλυκό
Α.
- η πολιτογράφηση
- ο εγκλιματισμός
- (μεταφορικά) ο εγκλιματισμός μιας ξένης λέξης ή ιδέας
Β.