naufragé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naufragé | naufragés |
θηλυκό | naufragée | naufragées |
naufragé (fr) αρσενικό
- που έχει ναυαγήσει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
naufragé | naufragés |
naufragé (fr) αρσενικό
- ο ναυαγός