nefret etmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nefret etmek < nefret ("μίσος") + etmek ("κάνω, φτιάχνω").

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɛfˈɾɛt ɛtˈmɛc/

nefret etmek (tr)