nonsense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nonsense nonsenses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nonsense < non- + sense

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nonsense (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]