nonsense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nonsense | nonsenses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nonsense (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ανοησία
- ↪ I was amazed at her nonsense.
- Έμεινα κατάπληκτος από την ανοησία της.
- ↪ What you said was a lot of nonsense.
- Αυτό που είπες ήταν μεγάλη ανοησία.
- ↪ It’s nonsense to believe that…
- Είναι ανοησία να πιστεύεις ότι…
- ≈ συνώνυμα: absurdity, baloney, batshit, bullcrap, bullshit, bunk, crap, drivel, garbage, gibberish, horseshit, foolishness και stupidity
- ↪ I was amazed at her nonsense.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- nonsense - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανοησία