occupé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occupé | occupés |
θηλυκό | occupée | occupées |
Επίθετο
[επεξεργασία]occupé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occupé | occupés |
θηλυκό | occupée | occupées |
occupé (fr)