opération

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opération < λατινική operatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.pe.ʁa.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opération opérations

opération (fr) θηλυκό

  1. η λειτουργία
  2. (ιατρική) η εγχείρηση
  3. (μαθηματικά) η πράξη
    les quatre opérations sont : l'addition, la soustraction, la multiplication et la division
    οι τέσσερις πράξεις είναι: η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση
  4. η διαδικασία, η πράξη
  5. (στρατιωτικός όρος) η επιχείρηση
  6. (οικονομία) η συναλλαγή, η δοσοληψία