palleo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
palleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelito- < *pelH- (γκρι)

palleo (la)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

επίσης

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]