parapente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parapente < para(chute) + pente

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁa.pɑ̃t/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parapente parapentes

parapente (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

autogire, deltaplane, parachute, paramoteur, parapente, ULM