paraplegia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paraplegia < ελληνιστική κοινή παραπληγίη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /parəˈpliːdʒə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paraplegia (en)