participant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]participant (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)
- ο συμμετέχων, o συμμέτοχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)