participial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- participial < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paʁ.ti.si.pjal/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participial | participiaux |
θηλυκό | participiale | participiales |
participial (fr)
- (γραμματική) σχετικός με τη μετοχή