partisan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
partisan partisans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

partisan (en)

  1. ο στρατευμένος σε μια ιδέα, σκοπό, κόμμα κλπ
  2. ο παρτιζάνος



      ενικός         πληθυντικός  
partisan partisans

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

partisan (fr) αρσενικό

  1. ο οπαδός
  2. ο παρτιζάνος , ο αντάρτης