pause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας pause
γ΄ ενικό ενεστώτα pauses
αόριστος paused
παθητική μετοχή paused
ενεργητική μετοχή pausing

pause (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pause pauses

pause (fr) θηλυκό

  1. η παύση
  2. η ανάπαυλα
  3. το διάλειμμα
  4. (ειδικότερα) (μουσική) η παύση ολόκληρου

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]