pose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pose poses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pose (en)

  • η στάση
    Look at her pose in this photograph!
    Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pose poses

pose (fr) θηλυκό

  1. η πόζα
  2. η τοποθέτηση, η εγκατάσταση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pose (fr)

→ δείτε τη λέξη poser

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

pose (io)