pedalo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pedalo | pedalos / pedaloes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το πενταλό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- pedalo στην αγγλική Βικιπαίδεια
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pedalo | pedaloj |
αιτιατική | pedalon | pedalojn |
pedalo (eo)
- το πεντάλ