pianoforte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pianoforte pianoforti

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pianoforte < piano (σιγανά) + forte (δυνατά), επειδή το όργανο είχε δυνατότητα διακύμανσης της έντασης, σε αντίθεση με προγόνους του

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pianoforte (it)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]