plupart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plupart < plus + part

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plupart (fr) θηλυκό άκλιτο