plus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plus < λατινική plus

Επίθετο[επεξεργασία]

plus (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. παραπάνω από, χρησιμοποιείται μετά από έναν αριθμό για να δείξει ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αναφέρεται
    He spoke for an hour plus.
    Μίλησε παραπάνω από μια ώρα.
  2. συν, μεγαλύτερο από το μηδέν
    The thermometer will reach plus 30 degrees Celsius.
    Το θερμόμετρο θα φτάσει στους συν 30 βαθμούς Κελσίου.
  3. ευχάριστος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πλευρά κάτι που θεωρώ ότι είναι καλό
    I am looking at the plus side.
    Βλέπω την ευχάριστη πλευρά.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plus pluses

plus (en)

Πρόθεση[επεξεργασία]

plus (en)

  1. (μαθηματικά) συν, και, για αριθμούς
    Five plus two equals seven.
    Πέντε συν δύο ίσον εφτά.
    Zero plus one equals one.
    Μηδέν και ένα κάνει ένα.
  2. συν, επιπλέον
    It will cost you a thousand euros plus deductions.
    Θα σου στοιχίσει χίλια ευρώ συν τις κρατήσεις.

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

plus (en) (ανεπίσημο)

  • επιπλέον…και
    I don’t like it; plus, it’s too expensive.
    Δεν μ' αρέσει, επιπλέον είναι και πολύ ακριβό.
    He gave me advice plus money as well.
    Μου 'δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plus < λατινική plus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

plus (fr)

  1. πιο, περισσότερο
    Il est plus fort que toi. - Είναι πιο δυνατός από σένα
  2. συν
    Un plus un égale deux. - Ένα συν ένα ίσον δύο.
  3. πια
    Il n'est plus ici - Δεν είναι πια εδώ



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

plus (io)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

plus (la)

  • συγκριτικός βαθμός του multus



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plus < λατινική plus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plus (pl) αρσενικό

  1. συν