portefaix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
portefaix | portefaix |
portefaix (fr) αρσενικό άκλιτο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
portefaix | portefaix |
portefaix (fr) αρσενικό άκλιτο