precession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: procession
      ενικός         πληθυντικός  
precession precessions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. προβάδισμα, προτεραιότητα
  2. (φυσική) μετάπτωση