procession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: precession, précession

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
procession processions

procession (en)

  1. η πομπή, η λιτανεία, η περιφορά
  2. (θρησκεία) η εκπόρευση
  3. (μεταφορικά) εξευτελιστική ήττα στις ιπποδρομίες ή άλλους αγώνες
ενεστώτας procession
γ΄ ενικό ενεστώτα processions
αόριστος processioned
παθητική μετοχή processioned
ενεργητική μετοχή processioning

procession (en)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
procession processions

procession (fr) θηλυκό

  1. η πομπή, η λιτανεία, η περιφορά
  2. (θρησκεία) η εκπόρευση

Συγγενικά

[επεξεργασία]