αντικανονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικανονικός < αντι- + κανονικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiréglementaire)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικανονικός, -ή, -ό