prunum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- prunum < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική προῦνον / προῦμνον
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prunum ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prunum | pruna |
γενική | prunī | prunōrum |
δοτική | prunō | prunīs |
αιτιατική | prunum | pruna |
κλητική | prunum | pruna |
αφαιρετική | prunō | prunīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- prunum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.