responsabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
responsabilité < responsable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɛ.sp̃ɔ.sa.bi.li.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
responsabilité responsabilités

responsabilité (fr) θηλυκό

  1. η ευθύνη
  2. η υπευθυνότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]