sabot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sabot | sabots |
sabot (fr) αρσενικό
- το ξυλοπάπουτσο, το σαμπό, το τσόκαρο
- η οπλή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- avoir les deux pieds dans le même sabot
- baignoire sabot - μικρή μπανιέρα όπου πλένεται κανείς καθιστός
- dormir comme un sabot - (παρωχημένο) κοιμάμαι βαθιά
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sabot (pl) αρσενικό