saccus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]saccus αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saccus | saccī |
γενική | saccī | saccōrum |
δοτική | saccō | saccīs |
αιτιατική | saccum | saccōs |
κλητική | sacce | saccī |
αφαιρετική | saccō | saccīs |