sailboat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sailboat sailboats

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sailboat < sail + boat

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sailboat (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • sailboat στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια