secréter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sécréter

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
secréter < secret

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sə.kʁe.te/

secréter (fr)

  • τρίβω (δέρματα, γούνες) με το secret για να διευκολύνω την πίληση