sourdingue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sourdingue < sourd + -ingue

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sourdingue sourdingues

sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sourdingue sourdingues

sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται υβριστικά: βλέπε κουφάλα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]