surdité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
surdité < sourdité < λατινική surditas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
surdité surdités

surdité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]