steep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός steep
συγκριτικός steeper
υπερθετικός steepest

steep (en)

  1. απότομος (σχεδόν κατακόρυφος)
    a steep staircase - μια απότομη σκάλα
  2. (ανεπίσημο) ακριβός
     συνώνυμα: expensive
ενεστώτας steep
γ΄ ενικό ενεστώτα steeps
αόριστος steeped
παθητική μετοχή steeped
ενεργητική μετοχή steeping

steep (en)

  1. εμβαπτίζω, εμποτίζω (και μεταφορικά)