stesheni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stesheni < (άμεσο δάνειο) αγγλική station

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stesheni (sw)