sui

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό suo sui
θηλυκό sua sue

sui (it)


Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

sui sui (la)

  1. προσωπική αντωνυμία
  2. κτητική αντωνυμία
    1. γενική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του suus
    2. ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του suus


Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



sui (ro)