suo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suo < λατινική suus

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό suo sui
θηλυκό sua sue

suo (it) αρσενικό (θηλυκό sua)


suo

  1. ράβω
  2. συρράπτω