sukuri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sukuri < sukur- + -i
ρήμα sukuri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας sukuras sukuranta sukurata
αόριστος sukuris sukurinta sukurita
μέλλοντας sukuros sukuronta sukurota
υποθετική sukurus - -
προστακτική sukuru - -

sukuri (eo)