synthèse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
synthèse synthèses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
synthèse < (λόγιο δάνειο) λατινική synthesis < αρχαία ελληνική σύνθεσις. Μορφολογικά αναλύεται σε syn- + thèse.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

synthèse (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]