synthétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛ̃.te.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
synthétique synthétiques

synthétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]