ténor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tenor
      ενικός         πληθυντικός  
ténor ténors

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ténor < (άμεσο δάνειο) ιταλική tenore

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ténor (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) τενόρος
  2. πασίγνωστο άτομο σε κάποια δραστηριότητα