tantalizing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | tantalizing |
συγκριτικός | more tantalizing |
υπερθετικός | most tantalizing |
Επίθετο
[επεξεργασία]tantalizing (en)
- δελεαστικός, που σε δοκιμάζει, που σε σκανδαλίζει, προκλητικός
- συναρπαστικός, -ή, -ό
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]tantalizing (en)