tantalizing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός tantalizing
συγκριτικός more tantalizing
υπερθετικός most tantalizing

Επίθετο

[επεξεργασία]

tantalizing (en)

  1. δελεαστικός, που σε δοκιμάζει, που σε σκανδαλίζει, προκλητικός
  2. συναρπαστικός, -ή, -ό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tantalizing (en)