teşekkür etmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
teşekkür etmek < teşekkür ("ευχαριστία") + etmek ("κάνω, φτιάχνω").

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛʃɛcˈcyɾ ɛtˈmɛc/

teşekkür etmek (tr)

  • ευχαριστώ κάποιον ως ένδειξη ευγνωμοσύνης
    Desteğiniz için size çok teşekkür ederim. — Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξή σας.