trombone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trombone trombones

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trombone (en)



      ενικός         πληθυντικός  
trombone trombones

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trombone (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) το τρομπόνι
  2. το ανάλογο αξεσουάρ γραφείου που έχει παραπλήσια εμφάνιση
  3. συνδετήρας για χαρτιά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trombone (it)