trousseau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trousseau (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η δέσμη
  2. τα ρούχα που φέρνει μαζί της μια κοπέλα που ετοιμάζεται να παντρευτεί ή να γίνει μοναχή
  3. ρούχα που φέρνει μαζί του ένα παιδί που πηγαίνει σε κατασκήνωση

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • trousseau de clés - δέσμη κλειδιών