violet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
violet violets

violet (en)

  1. (λουλούδι) η βιολέτα
  2. (χρώμα) το μενεξεδί χρώμα

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός violet
συγκριτικός more violet
υπερθετικός most violet

violet (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

violet (fr)



Επίθετο

[επεξεργασία]

violet (da)