vomi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vomi vomis

vomi (fr) αρσενικό

Μετοχή

[επεξεργασία]

vomi (fr)

  • → δείτε τη λέξη vomir



vomi (eo)

  1. κάνω εμετό