whereupon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

whereupon (en)

  1. οπότε
    she entered the room, whereupon everybody looked at her - μπήκε στην αίθουσα, οπότε όλοι την κοίταξαν

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

whereupon (en)

  1. πάνω στο οποίο, κατόπιν του οποίου