wind up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας wind up
γ΄ ενικό ενεστώτα winds up
αόριστος wound up
παθητική μετοχή wound up
ενεργητική μετοχή winding up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις wind και up

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /waɪnd ʌp/

wind up (en)

  1. καταλήγω (κάπου έχοντας κάνει κάτι)
  2. συμπεραίνω
  3. τελειώνω, ολοκληρώνω
  4. διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
  5. κοροϊδεύω κάποιον
  6. εξάπτω
  7. τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση, κουρδίζω (για μηχανισμούς)