wind up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | wind up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds up |
αόριστος | wound up |
παθητική μετοχή | wound up |
ενεργητική μετοχή | winding up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]wind up (en)
- καταλήγω (κάπου έχοντας κάνει κάτι)
- συμπεραίνω
- τελειώνω, ολοκληρώνω
- διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
- κοροϊδεύω κάποιον
- εξάπτω
- τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση, κουρδίζω (για μηχανισμούς)