à-bon-droit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
à-bon-droit → δείτε τις λέξεις à, bon και droit

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɔ̃.dʁwa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

à-bon-droit (fr) αρσενικό