Ώτος ο σκωψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ώτος ο σκωψ < (καθαρεύουσα) Ὦτος ὁ σκώψ (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική , όρος Otus scops < αρχαία ελληνική ὦτος (είδος κουκουβάγιας), σκώψ (είδος μικρής κουκουβάγιας)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ώτος ο σκωψ αρσενικό
- (πτηνό) ταξινομικός όρος - είδος: Otus scops, ο γκιόνης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- scops Otus scops στο species.wikimedia.org
- γκιόνης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ώτος ο σκωψ
|
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - είδη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)