Σκούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκούρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σκούρα < γενική ενικού του αρσενικού Σκούρας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsku.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκού‐ρα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σκούρα θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Σκούρα αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]