σκούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκούρα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σκούρα
      γενική των σκούρων
    αιτιατική τα σκούρα
     κλητική σκούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σκούρα < (ουσιαστικοποιημένο) πληθυντικός αριθμός του σκούρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsku.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκούρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σκούρα : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σκούρα θηλυκό ή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σκούρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σκούρο) του σκούρος

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]